- υπεραττικίζω
- ὑπεραττικίζω ΝΜΑμιμούμαι με επιτηδευμένη υπερβολή την αττική διάλεκτο στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο («ὑπερηττικισμένας καὶ ἀρχαιοτρόπους διώκων συντάξεις», Φώτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀττικίζω «μιμούμαι την αττική διάλεκτο»].
Dictionary of Greek. 2013.